- δημηγορικός
- -ή, -ό (Α δημηγορικός, -ή, -όν) [δημηγόρος]ο κατάλληλος για δημηγορία(Πλάτ., Πολιτ.)αρχ.1. το θηλ. ως ουσ. η δημηγορικήη τέχνη τού να αγορεύει κανείς δημόσια2. (ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δημηγορικάη δημηγορία, η αγόρευση μπροστά στον λαό.
Dictionary of Greek. 2013.